Κι ἂν δὲ μοῦ μείνη ἐντὸς τοῦ κόσμου,
ποῦ ν’ἀκουμπήσω,νὰ σταθὦ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπιστῶ;
Εἶν’ ὁ Θεός, ποὺ μ’ ἔχει πλάσει
τὸ χέρι του τὸ σπλαχνικό.
Δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ ξεχάση
καὶ νὰ μ’ ἀφήση νηστικό....
Φαιδρὰ στὰ δάση ὁλογυρίζουν
τοῦ οὐρανοῦ τὰ πετεινά,
ποτὲ δὲ σπέρνουν, δὲ θερίζουν
κι ὅμως κανένα δὲν πεινᾶ.
Μέσ’ στὰ λιβάδια ανθοὶ καὶ κρὶνοι
δὲν ἔμαθαν ὑφαντική·
κι ὅμως ὁ Πλάστης μας τὰ ντύνει
μὲ μιὰ στολὴ βασιλική.
Κι ἐμένα τώρα ἐντὸς τοῦ κόσμου,
μικρὸ παιδὶ καὶ ταπεινό,
θὰ μὲ φωτίση ὁ Πλαστουργός μου,
ποὺ κατοικεῖ στὸν οὐρανό.
Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου