Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Μιανμάρ


Η Μιανμάρ (και πριν το 1989 Βιρμανία ή Μπούρμα) είναι μία μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας με έκταση 676.578 τ.χλμ. και πληθυσμό 51.419.420 κατοίκους, με βάση την απογραφή του 2014. Συνορεύει με την Κίνα προς βορρά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Νότια υπάρχει η Θάλασσα του Ανταμάν εντός του Κόλπου της Βεγγάλης βορειοδυτικά. Το ένα τρίτο της συνολικής περιμέτρου της Μιανμάρ, μήκους 1.930 χιλιομέτρων, σχηματίζει μια συνεχόμενη ακτογραμμή.


Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας» στις 4 Ιανουαρίου 1974, πριν ονομαστεί πάλι «Ένωση της Βιρμανίας» στις 23 Σεπτεμβρίου 1988. Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε "Ένωση του Μιανμάρ".

Στη Μιανμάρ έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και ο δικτάτορας άλλαξε το όνομα σε Μιανμάρ από Βιρμανία. Το Σεπτέμβριο του 2007, ξεκίνησαν καθημερινές διαδηλώσεις βουδιστών μοναχών ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης για διπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργάτες και φοιτητές. Λόγω της επέμβασης της αστυνομίας, μέχρι τις 28 Σεπτέμβρη είχαν σκοτωθεί 14 άνθρωποι.


Από τις 6 Νοεμβρίου 2005, πρωτεύουσα της χώρας είναι η Νάι Πι Τάου (Naypyidaw). Μεγαλύτερη πόλη παραμένει η Ρανγκούν ή Γιανγκόν, που ήταν ως τότε η πρωτεύουσα της χώρας. Στις 7 Νοεμβρίου του 2010 διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές έπειτα από 20 χρόνια.

Κύρια γλώσσα είναι η Βιρμανική.

Το νόμισμα της χώρας ονομάζεται Κυάτ.


Στο ανάγλυφο της Μιανμάρ δεσπόζουν οι οροσειρές του βόρειου και δυτικού τμήματός της, οι οποίες αποτελούν προεκτάσεις των Ιμαλαΐων. Στο βόρειο τμήμα της χώρας, με κατεύθυνση Β-Ν, υψώνεται ένα ορεινό συγκρότημα, το οποίο αποτελεί τα φυσικά σύνορα της χώρας με την Ινδία, την Κίνα και το Μπανγκλαντές και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις οροσειρές Κουμόν, Μανγκίν και Γκανγκέου, σε πολλές κορυφές των οποίων το υψόμετρο ξεπερνά τα 5.800 μ. Στο βορειότερο άκρο της χώρας υψώνεται το ψηλότερο όρος της Μιανμάρ και της Νοτιοανατολικής Ασίας, η κορυφή Χκακάμπο Ράζι (5.967 μ.). Προέκταση των οροσειρών αυτών αποτελούν οι ορεινοί όγκοι του δυτικού τμήματος της χώρας, με μέσο υψόμετρο 2.000 μ., στα οποία περιλαμβάνονται οι οροσειρές Πάτκαϊ, Λούσαϊ, Νάγκα, Μανιπούρ, καθώς και οι λόφοι Τσιν. Κατά μήκος της ανατολικής ακτής της χώρας στον κόλπο της Βεγγάλης εκτείνεται, με κατεύθυνση Β-Ν, η οροσειρά Αρακάν Γιόμα. Από τις ψηλότερες κορυφές του δυτικού τμήματος της χώρας είναι το όρος Κένεντι (2.704 μ.) και η κορυφή Βικτόρια (3.053 μ.). Το ανατολικό μέρος της χώρας περιλαμβάνει το οροπέδιο Σαν, με μέσο υψόμετρο 1.000-1.200 μ. Τα όρη που σχηματίζονται στο οροπέδιο Σαν ξεπερνούν συχνά σε ύψος τα 2.000-2.500 μ. και επεκτείνονται στα νότια με τις οροσειρές Ντόνα (2.080 μ.), Ταουνγκνίο και Τενασερίμ Γιόμα (2.075 μ.). Στο κεντρικό τμήμα της χώρας εκτείνεται το κεντρικό λεκανοπέδιο, το οποίο περιλαμβάνει τις κοιλάδες των ποταμών Ιραουάντι, Σάλουιν και Σιτάνγκ.

photo: ohmytrip

Ο ποταμός Ιραουάντι (2.090 χλμ.) σχηματίζεται από την ένωση των ποταμών Μάλι Χκα και Νμάι Χκα, οι πηγές των οποίων βρίσκονται στις οροσειρές του βόρειου τμήματος της χώρας, διαρρέει τη Μιανμάρ με κατεύθυνση Β-Ν και αφού δεχτεί τα νερά πολλών παραποτάμων, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο Τσίντουιν, καταλήγει στη θάλασσα Ανταμάν σχηματίζοντας δέλτα. Η εύφορη κοιλάδα που σχηματίζει, έκτασης 411.000 τ.χλμ., προσφέρεται για την καλλιέργεια πλήθους γεωργικών προϊόντων, ιδίως ρυζιού. Ο Σιτάνγκ (420 χλμ.) πηγάζει από τις οροσειρές του οροπεδίου Σαν, διαρρέει το ανατολικό τμήμα της χώρας και εκβάλλει στον κόλπο Μαρταμπάν. Ο ποταμός Σάλουϊν (2.400 μ.), οι πηγές του οποίου βρίσκονται στις οροσειρές του Θιβέτ, εισέρχεται στη Μιανμάρ από τα ανατολικά και αφού διασχίσει το οροπέδιο Σαν, διαγράφει τα σύνορα Μιανμάρ-Ταϊλάνδης και εκβάλλει στον κόλπο Μαρταμπάν. Άλλοι σημαντικοί ποταμοί είναι ο Ρανγκούν, ο Γιανγκτσέ, ο Μπασέιν, ο Μα, ο Καλαντάν, ο Ζάμι κ.ά.

photo: bsmethers

Η χλωρίδα της Μιανμάρ, όπως είναι φυσικό, ακολουθεί τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα. Οι άφθονες βροχοπτώσεις και το ζεστό κλίμα ευνοούν την ανάπτυξη πυκνών δασών, στα οποία κυριαρχούν οι βελανιδιές και τα πεύκα σε υψόμετρο ανώτερο των 1.000 μ. (κυρίως στις ορεινές βόρειες και δυτικές περιοχές), η τροπική βλάστηση στις περιοχές με ύψος βροχοπτώσεων πάνω από 2.000 mm (κυρίως στις νότιες παράκτιες περιοχές) και η λεγόμενη "μουσωνική βλάστηση" στις περιοχές όπου είναι έντονη η επίδραση των μουσώνων (κυρίως στο κεντρικό λεκανοπέδιο). Συνολικά τα δάση καλύπτουν το 49% των εδαφών της χώρας (1992).

photo: Zakir Hassan

Η πανίδα είναι ανάλογη της χλωρίδας: στα δάση απαντούν διάφορα μεγάλα σαρκοφάγα όπως η τίγρη, η λεοπάρδαλη, η αρκούδα, οι κροκόδειλοι και ορισμένα φυτοφάγα, όπως οι ελέφαντες, τα βουβάλια, οι ασιατικοί ρινόκεροι, οι βίσονες, τα ελάφια, οι πίθηκοι κ.ά. Από τα πτηνά αναφέρουμε τα παγόνια, τους φασιανούς, τους παπαγάλους, ενώ μεγάλη ποικιλία παρουσιάζουν τα ερπετά (οχιές, κόμπρες, πύθωνες, χελώνες, διάφορες σαύρες) και τα έντομα, ανάμεσα στα οποία και πολλά δηλητηριώδη είδη.


Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούν το 15% των συνολικών εδαφών της χώρας και περιορίζονται στο κεντρικό λεκανοπέδιο και το δέλτα του ποταμού Ιραουάντι, ενώ το μεγαλύτερο βάρος δίνεται στις ρυζοκαλλιέργειες. Η Μιανμάρ κατέχει την έβδομη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ρυζιού. Τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα εκτός από το ρύζι, είναι το κεχρί, το σιτάρι, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, το ζαχαροκάλαμο, το ελαστικό, το σουσάμι, τα όσπρια και το γιαμ.

Δεύτερη κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της Μιανμάρ είναι η εκμετάλλευση της πολύτιμης ξυλείας από τα πλούσια δάση της χώρας, που περιλαμβάνουν πάνω από 250 είδη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων δέντρων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το πολύτιμο ξύλο τικ και το καλάμι μπαμπού. Επίσης, στη χώρα υπάρχουν μεγάλες παράνομες φυτείες οπίου.

Εκτρέφονται κυρίως βοοειδή, χοίροι, πουλερικά, βουβάλια και αιγοπρόβατα. Ανάπτυξη γνωρίζει ο τομέας της αλιείας, θαλάσσιας και ποτάμιας.



Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το 69% του συνόλου, ανήκει στη βιρμανική φυλή, η οποία είναι συγγενική με τη θιβετιανή. Υπάρχουν και άλλες εθνικές ομάδες, όπως οι Σαν, που κατοικούν στο οροπέδιο Σαν και αποτελούν το 8,5% του πληθυσμού, οι Κάρεν, που αποτελούν το 6,2% του πληθυσμού, οι Ρακχίν, που αποτελούν το 4,5%, οι Μον, που αποτελούν το 2,4%, καθώς και μικρότερες εθνικές μειονότητες, όπως οι Τσιν, οι Κατσίν, οι Νάγκα, οι Γουός, οι Παλάουνγκ, οι Καγιάχ και μικρές ομάδες Κινέζων και Ινδών, απόγονων των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μετά την ανεξαρτησία της, οι οποίες περιλαμβάνονται στο υπόλοιπο 5,8%.

Ο λαϊκός πολιτισμός της Μιανμάρ παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, χάρη στη συνύπαρξη των διάφορων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, οι περισσότερες από τις οποίες διατηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Σε γενικές γραμμές είναι έκδηλη η επίδραση της βουδιστικής παράδοσης, καθώς και των διάφορων ανιμιστικών θρησκειών, ωστόσο παρά το γεγονός ότι η Μιανμάρ ήρθε κατά καιρούς σε επαφή με πολλούς λαούς και πολιτισμούς χάρη στη γεωγραφική της θέση, ο πολιτισμός της διατήρησε τη δική του ταυτότητα. Η λαϊκή δημιουργία βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της στις διακοσμητικές τέχνες (ξυλουργία, χρυσοχοΐα, μαρμαρογλυπτική, επεξεργασία πολύτιμων λίθων κλπ.). Ιδιαίτερα αγαπητές είναι οι θεατρικές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις και το παραδοσιακό θέατρο με μαριονέτες, η καταγωγή των οποίων ανάγεται στο αυλικό δράμα, που γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αυτοκρατορική περίοδο, πριν την αγγλική αποικιοκρατία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: